ορθογένεση

ορθογένεση
η
βιολ. χαρακτηριστικό τής βιολογικής εξέλιξης κατά το οποίο τα διαδοχικά είδη μιας σειράς διαφοροποιούνται χωρίς παρεκκλίσεις προς μία ορισμένη κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthogenesis < ορθ(ο)*- + γένεσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορθογενετικός — ή, ό [ορθογένεση] σχετικός με την ορθογένεση …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”